ορυζάμυλο

ορυζάμυλο
το
άμυλο που λαμβάνεται με κατεργασία τού ρυζιού και το οποίο χρησιμοποιείται ως βάση για την παρασκευή τής πούδρας κ.ά. καλλυντικών καθώς και για το κολλάρισμα υφασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρυζα + άμυλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ορυζόσκονη — και ρυζόσκονη, η σκόνη από ρύζι, ορυζάμυλο, που χρησιμοποιείται ως βασική ύλη παρασκευής καλλωπιστικών προϊόντων για την επίπαση τού προσώπου, πούδρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”